στασιαστικός

στασιαστικός
στᾰσι-αστικός, ή, όν,
A seditious, factious, opp. πολιτικός, Pl.Plt.303c;

λόγοι Aeschin.3.208

; πράττειν οὐδὲν ς. Plu.Cor.6. Adv., -κῶς ἔχειν to be factious,

πρός τινας D.9.21

, 18.61; σ. χρῆσθαι τοῖς ὀστρακισμοῖς in a factious spirit, Arist.Pol.1284b22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στασιαστικός — seditious masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιαστικός — ή, ό / στασιαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [στασιάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στασιαστή, αυτός που προκαλεί στασιασμό (α. «στασιαστική συγκέντρωση» β. «οὐκ ὄντας πολιτικοὺς ἀλλὰ στασιαστικούς», Πλάτ. γ. «πράττειν οὐδὲν στασιαστικόν», Πλούτ.).… …   Dictionary of Greek

  • στασιαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη στάση: Ξεσήκωσε πολλούς με στασιαστικούς λόγους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στασιαστικά — στασιαστικός seditious neut nom/voc/acc pl στασιαστικά̱ , στασιαστικός seditious fem nom/voc/acc dual στασιαστικά̱ , στασιαστικός seditious fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιαστικώτερον — στασιαστικός seditious adverbial comp στασιαστικός seditious masc acc comp sg στασιαστικός seditious neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιαστικῶν — στασιαστικός seditious fem gen pl στασιαστικός seditious masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιαστικόν — στασιαστικός seditious masc acc sg στασιαστικός seditious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιαστικοῖς — στασιαστικός seditious masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιαστικούς — στασιαστικός seditious masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιαστική — στασιαστικός seditious fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιαστικήν — στασιαστικός seditious fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”